Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έχει παράδες

  • 1 γερός

    η, ό[ν]
    1) здоровый; 2) сильный, крепкий; выно- сливый;

    γερή κράση — крепкое здоровье;

    крепкий организм;
    3) прочный, надёжный; добротный (о ткани, обуви и т. п.); 4) целый, невредимый; неповреждённый; не сломанный; 5) не изношенный, в хорошем состоянии; 6) крепкий, хороший, неиспорченный (о плодах); 7) крепкий, надёжный (о вещах); 8) способный, умелый, знающий;

    § γερός παντός ирон. — большой нахал; — продувная бестия;

    γερό μυαλό ( — или κεφάλι) — большой ум, «голова» (о человеке);

    γερή μπάζα — а) большие прибыли:

    большая нажива, большой куш; б) нечистые доходы, барыши;

    έχει παράδες γερο*ς — или λεφτά γερά — у него золотишко имеется

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γερός

  • 2 παράς

    ο деньги;

    τον έχει τον παρά — он богат, у него есть деньги;

    λυπάται τον παρά — он денежки бережёт, он лишнюю копейку не потратит;

    § έχω παρά με ουρά — быть очень богатым; ≈ — денег целый воз, денег куры не клюют;

    δεν κάνει παράδες — грош этому цена;

    δεν αξίζει έναν παρά — это не стоит гроша ломаного; — за него теперь гроша ломаного никто не даст;

    τον έκανα ενού παρά — или τον έκανα πέντε παράδες ( — или παράδων) — я его изобличил, я его вывел на чистую воду;

    δέκα στον παρά — а) грошовый, дешёвый; — б) не стоящий гроша ломаного (о человеке, вещи);

    τα επιχειρήματα σου δεν κάνουν παράδες — твой аргументы гроша -ломаного не стоят;

    δεν δίνω εναν παρά — мне до этого дела нет; — мне это до лампочки (разг)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παράς

См. также в других словарях:

  • παράς — Ασημένιο οθωμανικό νόμισμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1623. Αρχικά περιείχε 1,1 γραμμάρια ασήμι. Από τα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε βασική νομισματική μονάδα, ίση με 1/4 του πιάστρου. Στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητά του σε ασήμι… …   Dictionary of Greek

  • παραδούχος — α, ο αυτός που έχει παράδες, παραλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • χρήμα — το, ατος 1. νόμισμα, λεφτά, παράδες: Έχει πολλά χρήματα. 2. φρ., «Έπεσε πολύ χρήμα», δαπανήθηκαν πολλά χρήματα. 3. φρ., «Έχει χρήμα με ουρά», είναι πολύ πλούσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… …   Dictionary of Greek

  • παράς — ο (λ. τουρκ.) 1. υποδιαίρεση τουρκικού νομίσματος. 2. το χρήμα γενικά, η περιουσία: Έχει πολλούς παράδες. 3. μτφ., μηδαμινή αξία: Άπιαστα πουλιά, δέκα στον παρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλής — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ού αυτός που έχει πολλούς παράδες, ο πλούσιος, αλλιώς λεφτάς: Βρήκε ένα γέρο παραλή και τον ξεπουπουλίζει κανονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»